- μειώνυμος
- μει-ώνυμος, mit kleinerem Anzeiger, von Verhältnissen in der Arithmetik
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μειώνυμος — μειώνυμος, ον (Α) (για κλάσμα) αυτό που έχει μικρότερο παρονομαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. ετερ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
μειωνυμώτερον — μειώνυμος with a smaller denominator masc acc comp sg μειώνυμος with a smaller denominator neut nom/voc/acc comp sg μειώνυμος with a smaller denominator adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek